Κυριακή 20 Μαΐου 2012

Εκδοχή του Ιωάννη Φωτάκη


Μια άλλη μαρτυρία για το ιστορικό του Σακαφλιά βρήκα σε τοπική εφημερίδα των Τρικάλων, στην “ΕΝΗΜΡΡΩΣΗ” της 28 - Ιανουαρίου 2004, όπου διηγείται ο Ιωάννης Φωτάκης (Τρίππας) Συνταξιούχος Αυτοκινητιστής και λέει τα εξής:

“Εκείνα τα χρόνια, πολύ πριν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, μέσα στην Τρίπολη υπηρετούσε ένας χωροφύλακας στο εκεί αστυνομικό τμήμα, ο οποίος τα είχε φτιαγμένα και αγαπιόταν πραγματικά, με ιερό σκοπό το γάμο, με μια κοπέλα ελεύθερων ηθών που δούλευε στα κακόφημα σπίτια της Τρίπολης.
Τότε ο Σακαφλιάς και αυτός από την Τρίπολη μάγκας και ωραίος και συμπαθής από το ωραίο φύλο της νύχτας εκείνης της εποχής. Καβγατζής και γνωστός σε αυτό το είδος των γυναικών, ψευτοαγαπητικός. Άνθρωπος του ποτού, του χορού της νύχτας αλλά και πολύ καλός και αγαπητός από τους φίλους του. Ήταν δε και πάρα πολύ επίμων και πεισματάρης. Ήθελε και προσπαθούσε σώνει και καλά έστω, και με τη βία, να την κάνει δική του και αυτή την κοπέλα που αγαπιόταν, με σκοπό το γάμο, με τον χωροφύλακα.
Πολλές φορές πήγαινε στο σπίτι όπου εργαζόταν μαζί με τις άλλες κοπέλες και δημιουργούσε φασαρίες για να την εξαναγκάσει να αφήσει το χωροφύλακα και να πέσει στα δικά του χέρια. Το κακό όλο και μεγάλωνε γι αυτό το ζευγάρι.. Ο χωροφύλακας και η κοπέλα, μην αντέχοντας άλλο αυτή την καθημερινή πίεση πήραν την απόφαση να απαλλαγούν από αυτόν, αλλά θα έπρεπε να φύγουν από την Τρίπολη και μάλιστα πολύ μακριά νομίζοντας πως έτσι θα ζούσαν πλέον ήσυχα αφού θα ήταν μακριά του.


Γιαυτό ο χωροφύλακας ζήτησε να τον μεταθέσουν στα Τρίκαλα. Και έτσι κάποια στιγμή κρυφά και από τους ίδιους τους συναδέλφους του, φεύγουν από την Τρίπολη δίχως να τους καταλάβει ο Σακαφλιάς.
Αλλά αυτός αφού δεν έβλεπε την κοπέλα πουθενά εκεί, είδε που έλειπε και ο χωροφύλακας και άρχισε να ανησυχεί και να ζορίζεται.
Να ψάχνει και να ρωτάει τους πάντες. Μετά από πολλές έρευνες και αρκετό χρονικό διάστημα κατάφερε να μάθει πως μεταφέρθηκε ο χωροφύλακας στα Τρίκαλα.


Χωρίς να χάσει χρόνο αποφασίζει και έρχεται στα Τρίκαλα. Ψάχνει στα εδώ κακόφημα σπίτια και βρίσκει την κοπέλα σε ένα από αυτά. Με τη βία προσπαθεί να τη βγάλει έξω από το σπίτι και να την πάρει μαζί του στην Τρίπολη. Η κοπέλα δεν ήθελε με κανένα τρόπο, είτε με το καλό είτε με τη βία, να εγκαταλείψει τον αγαπημένο της και να ακολουθήσει τον Σακαφλιά και για αυτό αντιστάθηκε και με τη βοήθεια της (κυρά μαντάμ) που ήταν μια δυναμική γυναίκα και ήξερε να αντιμετωπίζει τέτοιους ανθρώπους και με τις άλλες γυναίκες που εργάζονταν μέσα στο ίδιο σπίτι, όπως επίσης και οι άντρες πελάτες που ήταν εκεί κατά την ώρα της φασαρίας υπερασπίστηκαν την κοπέλα.


Στο διάστημα της συμπλοκής ειδοποιήθηκε η αστυνομία (αλλά ίσως και ο χωροφύλακας νωρίτερα). Όταν έφτασαν οι χωροφύλακες στον τόπο της συμπλοκής τον βρήκαν σκοτωμένο τον Σακαφλιά και εγκαταλειμμένο έξω στο δρόμο στα λεγόμενα τότε "στενά", όπως και το ωραιότατο λαϊκό τραγούδι του αείμνηστου Βασίλη Τσιτσάνη ξεκινάει έτσι.
"Στα Τρίκαλα στα δυο στενά σκοτώσανε το Σακαφλιά".


Οι άνθρωποι που ήταν μπλεγμένοι στη φασαρία και στη συμπλοκή που κατέληξε σε φόνο εξαφανίστηκαν και δεν βρήκαν κανέναν εκεί στο τόπο του εγκλήματος για να τον συλλάβουν.
Αυτά μου τα είπε ένας πρώτος ξάδερφος του Σακαφλιά από την Τρίπολη, που έτυχε να δουλεύουμε μαζί το 1938 για λίγες ημέρες στο ίδιο μαγαζί στην Αθήνα. Οι πατεράδες τους ήταν αδέλφια και είχαν έρθει μαζί εδώ στα Τρίκαλα όταν ειδοποιηθήκανε από την αστυνομία για το φόνο του Σακαφλιά, αλλά όπως μου έλεγε δεν είχαν μάθει ακόμα τίποτα έως αυτή την ημέρα του Οκτωβρίου του 1938 που μιλούσαμε για το ποιος τον σκότωσε.
Μου τα διηγήθηκε όλα αυτά, διότι είχε μάθει ότι είμαι από τα Τρίκαλα και νόμιζε ότι εγώ κάτι θα ήξερα, ίσως κάτι θα είχα ακούσει που θα ήταν χρήσιμη πληροφορία γι΄ αυτόν”.




Την ίδια εκδοχή την βρήκα δημοσιευμένη και στην εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ” της 11 - 3 - 2008, καθώς και σε δύο τιμοκαταλόγους τύπου εφημερίδας, σε Τρικαλινές ταβέρνες. Στη Ταβέρνα, “Σούρτα Φέρτα” και στη ταβέρνα,  “Το Δίπυλο”.




ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΣΑΚΑΦΛΙΑ

Από την προηγούμενη αφήγηση του κ. Ιωάννη Φωτάκη, η οποία φαίνεται ως η πιο κοντινή εκδοχή με την πραγματικότητα των θρυλούμενων γεγονότων, εμπνεύστηκα και έγραψα το παρακάτω ποίημα με 50 δύστιχα και με τίτλο “Το ιστορικό του Σακαφλιά” το οποίο το δημοσίευσα στον τοπικό Τρικαλινό τύπο, τον Μάρτιο του 2008.



     ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΣΑΚΑΦΛΙΑ

     Ο Σακαφλιάς με τ΄ όνομα, της Τρίπολης ο μάγκας
     και των Τρικάλων το παιδί, το θύμα της "μαρμάγκας".

     Ήτανε νέος κι όμορφος, μαγκίτης κι αλανιάρης,
     λεβέντης μες στην Τρίπολη,  νταής και πεισματάρης.

     Στα καταγώγια σύχναζε, και στις φωλιές των λύκων,
     κι ήταν θαμώνας τακτικός στης ανοχής των οίκων.

     Για μια γυναίκα νοιάζονταν και πέθαινε για ΄κείνη
     κι απ΄ τα πορνεία σκόπευε να την απομακρίνει.


     Ήταν γυναίκα όμορφη , πόρνη πολυτελείας
     ελεύθερη και άνετη σε θέματα φιλίας.

     Γοήτευε και έκανε στους άντρες τα χατίρια
     κι εκείνοι για τα μάτια της κάνανε χαρακίρια.

     Χάριζε σ όλους συντροφιά κι απλόχερα αγάπη,
    είχε τη Κάρμεν αδερφή, πατέρα τον Σατράπη.


     Ο Σακαφλιάς τη λάτρευε, πολύ την αγαπούσε
     έκανε όνειρα γι΄ αυτή και τη διεκδικούσε.

     Μα κάποιος χωροφύλακας, με "μπάρμπα στη κορώνη",
     είχε κι αυτός πολύ σεβντά και κάψα για την πόρνη.

     Είχε καημό και ήθελε δική του να την κάνει.
     και με κουμπάρο και παπά να βάλουνε στεφάνι.

     Την αγαπούσε ο Σακαφλιάς την ήθελε κι ο μπάτσος,
     ο ένας ήταν μπελαλής, μα ο άλλος πιο καπάτσος.

     Είχαν καημό και γύρναγαν στα ίδια τα λημέρια
     για μιας γυναίκας την καρδιά, ερχόταν και "στα χέρια".


     Για μιας γυναίκας την καρδιά, τρελαίνονταν κι οι δύο,
     κι έτσι μπλεχτήκαν άθελα σε "ερωτοδικείο".

     Κι εκεί που αντιδικούσανε κι έλεγαν τα δικά τους,
     καθώς υπερασπίζανε τα συναισθήματά τους,

    του ήρθε του μπάτσου στο μυαλό μια ιδέα…, την αρπάζει,
    κι αμέσως σε εφαρμογή το σχέδιο του βάζει.

     Είχε το "νόμο", τη "στολή", μαζί του και το "μέσον"
     και ζήτησε κρυφά αλλού, για να τον μεταθέσουν.

     Έτσι λοιπόν και έγινε, και κάποια μέρα φύγαν
     κι από την Τρίπολη κρυφά στα Τρίκαλα τον πήγαν.

     Πείρε κρυφά μετάθεση προαγωγή στη ζούλα
     και από μπάτσος έγινε, προαγωγός με βούλα.

     Πείρε μαζί στα Τρίκαλα την όμορφη εταίρα,
     τη σπίτωσε, τη φρόντισε, της πέρασε και βέρα


     και με τουπέ και άνεση και νταβαντζή αέρα,
     την έβγαλε στη βίζιτα τη δεύτερη ημέρα.

     Ήταν το κόλπο έξυπνο…, τον Σακαφλιά να "αδειάσει"
     και την υπόλοιπη ζωή στη ζούλα να περάσει.

     Μπάτσος λοιπόν, στα Τρίκαλα, τώρα υπηρετούσε
     και προστασία κι έλεγχο στις παστρικές πουλούσε.

     Μες στους τεκέδες γύρναγε και "χωροφυλακτούσε"
     και στα πορνεία, ο άτιμος, τα κέφια του γλεντούσε.

    Ο Σακαφλιάς στη Τρίπολη σαν πληγωμένο αγρίμι,
     στο μπαγλαμά του έπαιζε του πόνου το ταξίμι.

     Περνούσε ώρες δύσκολες, έπινε και μεθούσε
     και μες στη ζάλη του πιοτού έκλεγε και θρηνούσε.

     και μες στη ζάλη του πιοτού συνέχεια αναζητούσε
     αυτή που είχε στην καρδιά, αυτή που αγαπούσε.

     Όλο τον κόσμο ρώταγε, κανείς δεν του απαντούσε
     κλειστά είχαν τα στόματα κι αυτό, τον ενοχλούσε.

     Κι απ΄ το πολύ το ψάξιμο, κι από το πολύ το κρίμα,
     κάποιος του σκάει το μυστικό και του τα λέει… "χύμα".

     Πως έγινε; πως φύγανε; που πήγαν; και που ζούνε;
     πως του φερθήκαν πονηρά να τον ξεφορτωθούνε;

     Τη προδοσία, τη μπαμπεσιά, τη προσβολή μαθαίνει
     και στο κεφάλι, ξαφνικά, το αίμα του ανεβαίνει.

     Το κόλπο της μετάθεσης, του μπάτσου η μανίτα,
     κι η πουτανιά της γκόμενας του κόστισαν την ήττα.

     Ταμπλάς του ήρθε μ΄ όλα αυτά, θίχθηκε η υπόληψή του
     κι ορκίζεται στα νιάτα του, στην αντρική τιμή του,

     να πάει να βρει τα ίχνη τους, να λύσει το κουβάρι,
     κι η πληγωμένη του καρδιά εκδίκηση να πάρει.

     Χρόνο δεν χάνει ο Σακαφλιάς στα Τρίκαλα πηγαίνει
     και στα στενά τους τριγυρνά, στις ρούγες μπαινοβγαίνει.

     Παίρνει τα σπίτια στη σειρά τις πόρτες μία - μία,
     μες στις ταβέρνες ξενυχτά και στα χαμαιτυπεία.

     Βρίζει, απειλεί, τσακώνεται με κάτι χασικλήδες,
     μαχαιροβγάλτες, φθάσανε, του μπάτσου οι νταβατζήδες.

     Κρύβουν τις πόρνες οι τσατσές και διπλοαμπαρώνουν,
     μες στα στενά τον Σακαφλιά νταήδες τον κυκλώνουν.

     Μες στα στενά του Σακαφλιά ο χάρος κόβει βόλτες,
     για μιας γυναίκας την καρδιά παλεύουνε οι μόρτες.

     Και σαν ανάβει ο καυγάς και πιάστηκαν στα χέρια,
     βγήκαν στιλέτα φονικά και δίκοπα μαχαίρια.


     Δυο μαχαιριές τον ρίχνουνε κι είναι η στερνή του ώρα,
     μία του φθάνει ως τη καρδιά κι είναι θανατηφόρα.

    Το παλικάρι κείτεται στη γη, νεκρό λιοντάρι,
     ο χάρος τον σημάδεψε και ήρθε να τον πάρει.

     Τον Σακαφλιά σκοτώσανε, το αίμα κυλάει ακόμα…,
     κι όπως κυλάει…, μια καρδιά σχημάτισε στο χώμα.


     Είναι η καρδιά του έρωτα στα Τρίκαλα που ανθίζει,
     κι όταν περάσεις από εκεί, κάτι σου ψιθυρίζει.

     κι όταν περάσεις από εκεί, δες το, γιατί αξίζει,
     μία καρδιά σε δυο στενά ερωτοφτερουγίζει.

     Ένα λουλούδι όμορφο, που μόνο εκεί φυτρώνει
     "του Σακαφλιά ο έρωτας", η άγρια ανεμώνη.

     Κάθε που μπαίνει η άνοιξη κι ο τόπος λουλουδιάζει,
     ένα λουλούδι σαν καρδιά τριγύρω ευωδιάζει.

     Κι ένα τραγούδι αθάνατο, στολίδι του Τσιτσάνη
     είναι γι΄ αυτό το φονικό, μνημόσυνου στεφάνι.

     Μια ζεϊμπεκιά λεβέντικη που τη χορεύουν λίγοι,
     όσοι μετέχουν μυστικά, στου χάρου το παιχνίδι.

     Όσοι ποντάρουν τη ζωή και τηνε παίζουν ζάρια
     και στις αξίες της ζωής δεν κάνουνε παζάρια.


     Στα Τρίκαλα στα δυο στενά σκοτώσανε τον Σακαφλιά
     κι έμειναν έρμα τα πουλιά και ψάχνουν για αλλού φωλιά.

                                                                    ΤΣΙΓΑΡΑΣ Δ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου