Σάββατο 19 Μαΐου 2012

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑ “Ο ΣΑΚΑΦΛΙΑΣ”



Το 1966 ο Βασίλης Κονταξής ίδρυσε την "ΚΟΝΤΑΞΗΣ ΦΙΛΜ" μια εταιρεία παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών και παρουσίασε τέσσερις ταινίες. Η πρώτη ταινία με τίτλο "Ο ΣΑΚΑΦΛΙΑΣ" είχε ως θέμα τον θρύλο του Σακαφλιά.
Ο Βασίλης Κονταξής, αφού έγραψε το σενάριο, βρήκε τους κατάλληλους ηθοποιούς, σκηνοθέτησε και έκανε την παραγωγή της ταινίας ο ίδιος.
Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν το καλοκαίρι του 1966 στα Τρίκαλα και στις γύρω περιοχές και έλαβαν μέρος ως ηθοποιοί και κομπάρσοι πολλοί Τρικαλινοί. Το ρόλο του Σακαφλιά έπαιξε ο ηθοποιός, Σωτήρης Φούντας. Συμπρωταγωνιστές ήταν η ηθοποιός Δώρα Σιτζάνη (σύζυγος του Συνθέτη Μάνου Λοίζου), και ο Τηλέμαχος Εμανουήλ.



Οι συντελεστές της ταινίας

Σενάριο και σκηνοθεσία: Βασίλης Κονταξής.
Διευθυντής παραγωγής: Κωνσταντίνος Τζιωρτζιώτης
Μουσική επένδυση: Χρήστος Μουραμπάς
Λαϊκό τραγούδι:  Μήτσος Παπασίκας

Πρωταγωνιστές:
Σωτήρης Φούντας (Σακαφλιάς)
Ντόρα Σιτζάνη (Λενιώ)
Τηλέμαχος Εμμανουήλ (Νάκας)
Χριστόφορος Ζήκας (Αντωνίτσης)
Έφη Οικονόμου (Νόρα)



Συμμετείχαν:
Γιώργος Γιαννακόπουλος
Γιώργος Χατζιωαννίδης
Γρηγόρης Φουρτούνης
Λάμπρος Φλιούκας (Λαβίδας)
Μήτσος Παπασίκας
Γιώργος Τσιόμπας
Λούλης Συμφέρης (ο μικρός)
Ελένη Τζόλια
Χρήστος Λιάκος
Μανώλης Ψωμάς (Κοτολάνος)
Παύλος Μάστορας (Παυλάκης αδερφός της Λενιώς)
Γιώργος Ζολώτας
Γιάννης Νούσιας
Νίκος Σαμαράς
Ηρακλής Καπρίτσας
Λάκης Καραλής
Αλέκος Τζαμάνης
Στέλιος Βάκας
Αλέξα Μπαλιάκου
Βασίλης Κωνσταντίνου

Το Σενάριο της ταινίας "Ο Σακαφλιάς"


Ο ωραίος και μποέμ τύπος κατοικεί, προπολεμικά, κάπου στη Στερεά Ελλάδα και η εξαθλίωση και ο αγώνας της επιβίωσης τον φέρουν, πότε να αγωνίζεται, πότε να αντιστέκεται και να επαναστατεί και πότε να μπλέκεται σε διάφορους καυγάδες και φασαρίες. Η ανέχεια, η άδικη κατηγορία για ένα φόνο και ο κατατρεγμός της τύχης τον αναγκάζουν να περιπλανιέται κάπου στο Βόλο. Περιφέρεται άσκοπα στα ταβερνεία, στους δρόμους και στις γειτονιές και χρησιμοποιεί για κατάλυμα ένα βαγόνι τρένου με κάρβουνα. Χωρίς να το καταλάβει θα βρεθεί λαθρεπιβάτης σε κάποιο βαγόνι της αμαξοστοιχίας του Θεσσαλικού σιδηρόδρομου. Κριμένος και κατατρεγμένος λοιπόν, μέσα σε ένα φορτίο με κάρβουνα ταξιδεύει χωρίς προορισμό και χωρίς σκοπό.


Όταν η αμαξοστοιχία φτάνει στο σταθμό των Τρικάλων αποσυνδέει το βαγόνι με τα κάρβουνα στο χώρο μεταφόρτωσης και συνεχίζει τη διαδρομή της. Το πρωί ανοίγοντας τη πόρτα του βαγονιού οι εργάτες για να ξεφορτώσουνε τα κάρβουνα βρίσκουν τον Σακαφλιά να κοιμάται μέσα στο βαγόνι.
Ο ιδιοκτήτης της καρβουναποθήκης μόλις γνωρίζει τον Σακαφλιά, τον συμπαθεί και αποφασίζει να τον βοηθήσει. Του προσφέρει δουλειά στην καρβουναποθήκη και του δίνει και στέγη. 
Η μουτζούρα του κάρβουνου και το είδος της εργασίας δίνουν την αφορμή σε διάφορους να κοροϊδεύουν τον Σακαφλιά, να τον υποτιμούν και να τον αποκαλούν γύφτο.



Ο Σακαφλιάς νέος, χειροδύναμος, και λεβεντόκαρδος σιγά, σιγά μέσα από τη μουτζούρα του κάρβουνου και την εξαθλίωση της φτώχιας του, αρχίζει να κερδίζει χρήματα, να ντύνεται όμορφα και να γλεντά τη ζωή του στα διάφορα κοσμικά μαγαζιά των Τρικάλων.
Έντιμος με αξιοπρέπεια και με ανεπτυγμένο το αίσθημα της δικαιοσύνης ζει ήρεμα στα Τρίκαλα, αλλά, αντιστέκεται και αντιδρά κάθε φορά που αντιλαμβάνεται την εκμετάλλευση και την κοινωνική αδικία. Έρχεται πολλές φορές στα χέρια με διάφορους εξουσιαστές και δεν φοβάται να τα βάλει με τους οικονομικά δυνατούς.


Νέος δυνατός και ωραίος ερωτεύεται κάποια όμορφη γυναίκα του Βαρουσιού, τη Λενιώ και για την ομορφιά της, πολλές φορές, μπλέκεται σε φασαρίες και καυγάδες και καταλήγει αρκετές φορές στη φυλακή. Την ίδια γυναίκα την διεκδικεί και ένας πλούσιος Τρικαλινός, ο Νάκας, ο οποίος έχει μαζί του τη δύναμη της εξουσίας και των αρχών της πόλεως και πολλές φορές χρησιμοποιεί τη δύναμη αυτή για να ενοχοποιήσει και να φυλακίσει τον Σακαφλιά, ώστε να τον αποτρέψει από την διεκδίκηση της αγαπημένης του. Η καρδιά όμως της Λενιώς είναι δοσμένη στην αγάπη του Σακαφλιά. Όμως οι συκοφαντίες και οι κατασκευασμένες κατηγορίες κατά του Σακαφλιά καθώς και οι υποσχέσεις του Νάκα αναγκάζουν την Λενιώ να υποκύψει στις πιέσεις του και για χάριν του αδελφού της, που αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας, αποφασίζει να θυσιάσει τον έρωτά της και να παντρευτεί τον Νάκα.


Ο Σακαφλιάς όμως αντιδράει δυναμικά και αποτρέπει αυτόν το γάμο. Μετά από διάφορες συμπλοκές και καβγάδες τραυματίζεται και αναγκάζεται να βρει καταφύγιο σε ένα μοναστήρι, στα Μετέωρα, όπου κρύβεται εκεί μέχρι να γειάνει η πληγή του.
Όταν συνέρχεται από το τραύμα του επιστρέφει στα Τρίκαλα βρίσκει τη Λενιώ και εκεί τον συλαμβάνει η χωροφυλακή και τον φυλακίζει.
Ο Σακαφλιάς όμως το σκάζει από τη φυλακή κι ο Νάκας κινητοποιεί θεούς και δαίμονες. Τον αναζητεί, και του στήνει καρτέρι.
Όταν κάποια στιγμή ο Σακαφλιάς πάει να βρει την Λενιώ στα στενά του Βαρουσιού οι άνθρωποι του Νάκα του στήνουνε καρτέρι του επιτείθονται, τον μαχαιρώνουν και τον σκοτώτουν.
Ο Σακαφλιάς ξεψύχισε στην αγκαλιά της Λενιώς και έτσι το έργο τελειώνει με το γνωστό ζεμπεκικο τραγούδι, “Στα Τρίκαλα στα δυο στενά - σκοτώσανε τον Σακαφλιά”, του Βασίλη Τσιτσάνη.








Ανέκδοτο τραγούδι
του Μήτσου Παπασίκα, για τον Σακαφλιά


Στην ταινία παίζει μπουζούκι και τραγουδάει ένα ανέκδοτο τραγούδι, για το Σακαφλιά ο Μήτσος Παπασίκας. Το τραγούδι είναι σε ρυθμό αττάλικο 9/8  και τα λόγια του είναι τα εξής:

“Είναι μεγάλη αδικία
μεγάλη αμαρτία
να χάνουμε τους φίλους μας
σ' αυτή τη κοινωνία

Απ' τα καλύτερα παιδιά
τα παλικάρια όλα
τον φίλο μας το Σακαφλιά
τον πιο καλό μας άντρα,
τον φίλο μας το Σακαφλιά
τον πιο καλό μας άντρα

Τον κλαίνε τα αδέρφια του
οι συγγενείς του όλοι
τον κλαίνε τα καλά παιδιά
στα Τρίκαλα την πόλη,
τον κλαίνε τα καλά παιδιά
στα Τρίκαλα την πόλη”.


Αντιδράσεις και εντυπώσεις για την ταινία

Η ταινία προβλήθηκε στα Τρίκαλα και σε όλες τις θεσσαλικές πόλεις καθώς και σε διάφορες άλλες πόλεις της Ελλάδας.
Η πρεμιέρα της ταινίας έγινε στα Τρίκαλα, στον κινηματογράφο "ΑΧΙΛΛΕΙΟΝ" στις 11 Ιανουαρίου 1967 και η ανταπόκριση του κοινού ήταν ένας θρίαμβος. Οι θεατές στριμώχνονταν κατά εκατοντάδες για να εξασφαλίσουν την θέση τους στον κινηματογράφο.


Στις τοπικές εφημερίδες της εποχής υπήρξαν θετικά και αρνητικά σχόλια και για την ποιότητα της ταινίας, αλλά και για την θεματολογία της. Η προβολή αρνητικών προτύπων και η ηρωωποίηση των ανθρώπων του υποκόσμου θεωρήθηκαν ανεπίτρεπτες ενέργειες και δημιούργησαν επικριτικές αντιδράσεις.
Στο βιβλίο του Νεκτάριου Κατσόγιαννου "Τωρινά και περασμένα και τα παλιά στέκια των Τρικαλινών". Τόμος Α΄,  του Πολιτιστικού Οργανισμού Δήμου Τρικκαίων, αναφέρονται τα εξής για τον "Σακαφλιά":


Ο δημοσιογράφος, Βάσος Σαργιώτης, για την προβολή της ταινίας του Σακαφλιά, έγραψε:
"Στα Τρίκαλα, στα δυο στενά (αχ μάτια που δακρύσανε…) σκοτώσανε τον Σακαφλιά. Τον βάλανε στο σινεμά εδώ και λίγες μέρες. Του δώσαν ζάρια, τούδεσαν ζωνάρι, ένα σουγιά αθώο που δε… χάριζε, λίγο μουστάκι γοητεία… αλά - μερτιέν, και τούπαν. Κατάκτησε ρε Σακαφλιά τα Τρίκαλα κι όλα τα καμποχώρια, να ρθουν να ρίξουν τάλαρα και δίφραγκα, κι ας τη Λενιώ να καψουρεύεται". Κι ήρθεν ο Σακαφλιάς κι όλο μας δούλευε. "Να αγιάσω θέλω ρε παιδιά μα δεν μ΄ αφήνει ο Νάκας". Στο τέλος… πάει κι ο Νάκας, πάει κι ο Σακαφλιάς… απόμεινε με… μίνι ζυπ η Ντόρα η Σιτζάνη και εμείς που την πληρώσαμε θα τραγουδάμε εν χορώ: "Μας τόχε πει από καιρό μια μάγισσα, μια γύφτισσα σε… κάλπικο φλιτζάνι".




Η προβολή και το σενάριο του "Σακαφλιά" δημιούργησε και αντιδράσεις στο σωματείο "ΣΤΕΓΗ".

"(…) Επαναλαμβάνουμε πως δεν πρόκειται να επανέλθουμε αφήνοντας έτσι απερίσπαστο στον "κοινωνικό του σκοπό" τον νέο ανατόμο της παλιάς "ζωής" των Τρικάλων ώστε να μπορέσει κατά τον τρόπο του να αποδείξει τον Σακαφλιά και Κατελάνο σαν αντιπροσωπευτικούς τύπους της περασμένης γενιάς της πόλης μας.
Επίσης ένα άλλο σχόλιο για τον Σακαφλιά δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Έρευνα στις 15 - 1 - 1967:
"(…) Τον Σακαφλιά τον είδατε ;… όχι;… Πω πω, αγαπητοί μου: Δεν είστε… εκλεκτικοί. Φορέστε μιαν ατσάλινην πανοπλία προετοιμάστε τα αυτιά σας για μια εξαίσια λεκτική ομοβροντία, βάλτε στα μάτια σας ένα λευκό πανί για τη σκοταδιστική τυφλόμυγα κι ο Σακαφλιάς θα γίνει δικό σας…"


Παρακάτω παραθέτω άρθρα, αφίσες, φωτογραφίες, στιγμιότυπα, σχόλια και κριτικές της ταινίας.




























28ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ της ΟΛΚΕ 
Η εισήγηση του Δημήτρη Τσιγάρα στο 28ο συνέδριο Κινηματογράφου στα Τρίκαλα

Πραγματοποιήθηκε το 28ο συνέδριο της Ομοσπονδίας Κινηματογραφικών Λεσχών Ελλάδας που είχε ως θέμα του «Το ελληνικό τοπίο ως ντεκόρ στον κινηματογράφο» και συνδιοργανώθηκε από την ΟΚΛΕ, την Κινηματογραφική Λέσχη Τρικάλων, τη συνεργασία της Περιφέρειας Θεσσαλίας/ Περιφερειακής Ενότητας Τρικάλων και του Δήμου Τρικκαίων, υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Στη διάρκεια του τριημέρου 12 – 14 Ιουνίου 2015, στην αίθουσα του Δημοτικού Κινηματογράφου Τρικάλων, στον Μύλο Ματσόπουλου έγινε και ειδική προβολή της ταινίας του σκηνοθέτη Βασίλη Κονταξή «Ο Σακαφλιάς». Την ταινία αλλά και το πρωτοποριακό έργο του σκηνοθέτη Βασίλη Κονταξή προλόγισε ο Δημήτρης Τσιγάρας, συγγραφέας του βιβλίου «Ο Σακαφλιάς».

<iframe width="560" height="315" src="https://www.youtube.com/embed/Cq-__N7nQEU" frameborder="0" allowfullscreen></iframe>

Από την εισήγηση του Δημήτρη Τσιγάρα στο συνέδριο της ΟΛΚΕ.


Γεια σας. Ονομάζομαι Δημήτρης Τσιγάρας και κλήθηκα από την επιτροπή διοργάνωσης του συνεδρίου Κινηματογράφου να προλογίσω και να μιλήσω για έναν Τρικαλινό πρωτοπόρο σκηνοθέτη, τον Βασίλη Κονταξή.
Θα ήθελα λίγο να αναφερθώ στην επιλογή της επιτροπής που με πρότεινε να προλογίσω τον σκηνοθέτη, αλλά και να εξηγήσω πως συσχετίζομαι με το όλο θέμα.
Πριν από κάμποσα χρόνια, ο γνωστός λαϊκός βάρδος Βασίλης Τσιτσάνης είχε ασχοληθεί με έναν θρύλο του τόπου μας και έγραψε το γνωστό τραγούδι, ο «Σακαφλιάς».
Στη συνέχεια ένας άλλος Βασίλης, ο Βασίλης Κονταξής, για τον οποίο γίνεται και η σημερινή τιμητική εκδήλωση, εμπνεύστηκε κι αυτός και ασχολήθηκε με τον ίδιο θρύλο, τον «Σακαφλιά» και τον έκανε κινηματογραφική ταινία.
Η μοίρα τόφερε έτσι, ώστε να εμπνευστώ και να ασχοληθώ και εγώ με τον ίδιο θρύλο και να γράψω ένα βιβλίο για τον Σακαφλιά.
Έτσι λοιπόν μέσα από την έρευνά μου, για τον θρύλο του Σακαφλιά, γνώρισα τους δύο προαναφερόμενους εργάτες της τέχνης και συσχετίστηκα με ένα κομμάτι από το έργο τους.
Ο Βασίλης Κονταξής, ήταν ένα έντονα ανήσυχο και ενεργητικό άτομο με κοινωνικούς οραματισμούς και έντονους πολιτικοκοινωνικούς προβληματισμούς και αναζητήσεις.
Υπήρξε για τα Τρίκαλα ένας άνθρωπος, που μέσα από την απλότητά του, μέσα από τον φακό του, προσπάθησε όσο μπορούσε να εκφράσει τα συναισθήματά του, τις αντιλήψεις και τους οραματισμούς του.
Άνθρωπος κοινωνικός, με πηγαίο χιούμορ, πάντα χαμογελαστός, με πρωτοποριακές ιδέες, μεγάλη φαντασία και αιχμηρές απόψεις.
Γεννήθηκε το 1935 στα Τρίκαλα. Ήταν το μονάκριβο παιδί του Αλέξανδρου Κονταξή και της Μαρίας Μπαρσούκη.
Από παιδί ήταν ένα ανήσυχο πνεύμα και του άρεσε να ασχολείται με το καινούργιο και το πρωτοπόρο.
Τέλειωσε το Β΄ Γυμνάσιο Τρικάλων και μετά τη στρατιωτική του θητεία εργάστηκε ως υπάλληλος σε εμπορικό κατάστημα.
Το 1961 κάνει την πρώτη επιχειρηματική απόπειρα και ανοίγει το δικό του κατάστημα ψιλικών, το οποίο διατήρησε μέχρι το 1972.
Παράλληλα με την επιχειρηματική του δραστηριότητα αποφασίζει να ασχοληθεί και με την παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών.
Η εποχή του κινηματογράφου στην Ελλάδα ήταν σε μεγάλη άνθηση και το ανήσυχο εμπορικό, κοινωνικό και καλλιτεχνικό πνεύμα του Βασίλη Κονταξή βρήκε σ’ αυτόν τον τομέα την διέξοδο που ζητούσε.
Το 1967 ίδρυσε την «ΚΟΝΤΑΞΗΣ ΦΙΛΜ» μια εταιρία παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών και παρουσίασε 4 ταινίες, γράφοντας ο ίδιος τα σενάρια και σκηνοθετώντας ο ίδιος τις ταινίες, έχοντας ταυτόχρονα και όλη την ευθύνη της παραγωγής τους.
Έτσι λοιπόν, ήρθε σε επαφή με ανθρώπους των Αθηνών, βρήκε τεχνικούς, και ηθοποιούς, τους έφερε στα Τρίκαλα και κινηματογράφησε την πρώτη του ηθογραφική ταινία. Τον «Σακαφλιά».


Σεναριογράφος, σκηνοθέτης και παραγωγός ο ίδιος. Βέβαια, οι δυνατότητες και τα τεχνολογικά μέσα της εποχής ήταν περιορισμένα καθώς και οι δυσκολίες και αντιξοότητες της επαρχίας πάμπολλες.
Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν στα Τρίκαλα και στις γύρω περιοχές και έλαβαν μέρος ως ηθοποιοί και κομπάρσοι και αρκετοί Τρικαλινοί.
Στις τοπικές εφημερίδες της εποχής υπήρξαν θετικά και αρνητικά σχόλια για την ποιότητα της ταινίας αλλά και για τη θεματολογία της.
Η ταινία όμως προβλήθηκε στα Τρίκαλα και η ανταπόκριση του Τρικαλινού κοινού ήταν μεγαλειώδης. Οι Τρικαλινοί κατά εκατοντάδες στριμώχνονταν για να εξασφαλίσουν την θέση τους στον κινηματογράφο.
Ο θρίαμβος του «ΣΑΚΑΦΛΙΑ» από την ανταπόκριση του κοινού στα Τρίκαλα, δεν ήταν όμως οικονομικός θρίαμβος για τον Βασίλη Κονταξή.
 Άνθρωπος αυθόρμητος, ενθουσιώδης, παρορμητικός και παθιασμένος με την τέχνη του, καθώς και νέος και άπειρος στο χώρο των κινηματογραφικών παραγωγών, έπεσε θύμα των εταιρειών προώθησης των ταινιών, και έτσι στον ισολογισμό της παραγωγής του Σακαφλιά παρουσιάστηκαν ζημίες ενάμιση εκατομμύριο δραχμές.
Παρόλα αυτά ο «Σακαφλιάς» ήταν για την εποχή του μια ταινία που κέρδισε το κοινό. Αυτό έδωσε μεγάλη ηθική ικανοποίηση στον Βασίλη Κονταξή και ουσιαστικά την ηθική ώθηση που χρειάζονταν για να συνεχίσει να γράφει τα σενάριά του, να τα σκηνοθετεί και να είναι ο ίδιος ο παραγωγός τους.


Το 1969 η «Κονταξής Φίλμ» παρουσιάζει τη δεύτερη ταινία της με τίτλο «Ο Μενούσης».
Την ίδια χρονιά παντρεύεται με την Αγορίτσα Νικολάου, την γυναίκα του, που θα σταθεί δίπλα του συνοδοιπόρος βοηθός και στήριγμα όλα τα επόμενα χρόνια, μέχρι τον θάνατό του.
Μαζί της απέκτησε τρία παιδιά. Ένα γιο και δύο κόρες.


Το 1970 η «Κονταξής φίλμ» παρουσιάζει την ταινία «Σταυραετοί στα Μετέωρα».


Το 1971 επανέρχεται με την ταινία «Οι μαυρόλυκοι του βουνού και του κάμπου».
Πρωταγωνιστές στις ταινίες του, ήταν πολύ γνωστά και αγαπημένα κινηματογραφικά είδωλα της εποχής όπως ο Κώστας Κακαβάς, ο Ερρίκος Μπριόλας, ο Λαυρέντης Διανέλος η Ίλια Λιβυκού, η Μαλαίνα Ανουσάκη, η Έφη Οικονόμου, ο Σωτήρης Φούντας, ο Γιώργος Οικονόμου κ.α.
Αλλά και πολλοί Τρικαλινοί όπως ο Λάμπρος Φλιούκας, ο Νίκος Σαμαράς, ο Θανάσης Παπαδημητρίου, ο Στέργιος Ντιντής, ο Χρήστος Βασιλείου, ο Γιώργος Προγώνης κ.α.
Πέρα όμως από τις δυσκολίες προώθησης των ταινιών της «Κονταξής φίλμ» υπήρχαν και άλλα προβλήματα, όπως εκείνα  που αντιμετώπισαν οι δύο τελευταίες ταινίες («Σταυραετοί στα Μετέωρα» και «Οι μαυρόλυκοι του βουνού και του κάμπου») από την λογοκρισία της εποχής της επταετίας.
Έτσι μετά από τέσσερις ταινίες και καθ’ ολοκληρία οικονομική αφαίμαξή του, ο Βασίλης Κονταξής, βρέθηκε γύρω στο 1972 οικονομικά κατεστραμμένος με πληθώρα χρεών.
Έκτοτε η «Κονταξής φίλμ» σιώπησε και ο Βασίλης Κονταξής μαζί με την σύζυγό του πάλεψαν σκληρά για να ξεπληρώσουν τα χρέη τους.
Το 1972 ο Βασίλης Κονταξής ανοίγει μαζί με συνέταιρο ένα πτηνοτροφείο στα Τρίκαλα.
Το 1982 ανοίγει δικό του πτηνοτροφείο, το οποίο διατηρεί σήμερα η σύζυγός του μαζί με τον γιό τους Αλέξανδρο.
Το μεράκι όμως του Βασίλη Κονταξή για την συγγραφή σεναρίων δεν μπόρεσε να σβήσει. Συνέχισε πάντα να γράφει σενάρια και να αρθρογραφεί σε εφημερίδες.
Στις 9 Ιανουαρίου 1985 «ανέβασε» στο κινηματοθέατρο «ΠΑΛΛΑΣ» την πολιτικοσατυρική θεατρική του επιθεώρηση «Βρυκόλακες και πρασινογκουστέρες του Παραληθαίου». Το σενάριο, η σκηνοθεσία και η μουσική επένδυση ήταν του ιδίου.
Το 1986 έγραψε, σκηνοθέτησε και παρουσίασε το θεατρικό έργο «Ναρκωτικά στο τρίγωνο της Αμαρτίας».
Το 1997 δημιούργησε μια τηλεταινία -τύπου ντοκιμαντέρ- που αναφέρεται στις προσωπικότητες της πόλης των Τρικάλων. Σε αυτήν καταγράφονται διάφορες προσωπικότητες, όπως ο Ι. Ματσόπουλος, η Πόπη Καστρακίδου, η Ευανθία Παπακυριαζή, ο Λ. Μακρής, ο Ι. Μάτης κ.α. αλλά και πιο σύγχρονοι όπως, ο Μητροιπολίτης Τρίκκης και Σταγών κ.κ. Αλέξιος, οι Δήμαρχοι Κ. Παπαστεργίου και Θ. Τριγώνης, οι δημοσιογράφοι Ευθ. Λώλης, Λάμπρος Κατσιάμπας κ.α.
Πέρα από τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες, ο Βασίλης Κονταξής, το 1964 εκλέχθηκε και διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος στο δήμο Τρικκαίων.  Υπήρξε ενεργό μέλος του ΕΜΟΤ και μέλος της διοίκησης του Εμπορικού Συλλόγου Τρικάλων. Διεκδίκησε ως ανεξάρτητος υποψήφιος δήμαρχος, τρεις φορές τον Δήμο Τρικκαίων.
Ο αιφνίδιος θάνατός του άφησε «στα χαρτιά» του την τηλεταινία που ετοίμαζε με τίτλο «Αν ήμουν Δήμαρχος».


Ο Βασίλης Κονταξής πέθανε στις 3 Ιουλίου 2003, σε ηλικία 68 ετών. 
Όλα τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν, μαρτυρούν και συνθέτουν το έργο της ανήσυχης, δημιουργικής και πολύπλευρης προσωπικότητας του σκηνοθέτη Βασίλη Κονταξή.
Ενός ανθρώπου απλού, καθημερινού που «ξεκοκάλιζε» όποιο βιβλίο έπεφτε στα χέρια του, προσπαθώντας να μετουσιώσει τη γνώση σε έργο τέχνης.
Για την καλλιτεχνική αξία του έργου, του Βασίλη Κονταξή, δεν είμαι ο ειδικότερος για να το κρίνω. Όμως μπορώ να διακρίνω και να εκτιμήσω τον παλμό και το πάθος της δημιουργίας του, την ανάγκη της έκφρασής του και την κατάθεση ψυχής στην τέχνη, τα οποία τα θεωρώ μεγαλειώδη!

Σας ευχαριστώ.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου