Σάββατο 19 Μαΐου 2012

Πεζογραφία για τον Σακαφλιά

Το βιβλίο «Ο Θρυλικός Σακαφλιάς»



Από τις εκδόσεις «έλλα» κυκλοφόρησε το 2008, το βιβλίο του Δημήτρη Τσιγάρα με τον τίτλο «Ο Θρυλικός Σακαφλιάς».
Το θέμα του θρυλικού "Σακαφλιά", δομείται και αναπτύσσεται, από τον συγγραφέα, πάνω σε τρεις βασικούς άξονες και μέσω της δεκαετούς έρευνάς του αποκαλύπτονται εκείνα τα στοιχεία, που σκιαγραφούν την προσωπικότητα του Σακαφλιά αλλά και όλες εκείνες τις κοινωνικές επιρροές και επιπτώσεις του θρύλου του.


Στον πρώτο άξονα καταγράφονται όλες οι εκδοχές της ιστορικότητας του Σακαφλιά, που είδαν το φως της δημοσιότητας. Ποιος ήταν ποιοι, πότε και που τον σκότωσαν;
Στον δεύτερο άξονα παρουσιάζονται όλες οι λαϊκές και καλλιτεχνικές εκφράσεις που κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί. Γίνεται μια καταγραφή διαφόρων εκφραστικών στοιχείων και παράλληλα παρουσιάζεται η συλλογή διαφόρων ντοκουμέντων, καθώς και η συλλογή λαϊκών και καλλιτεχνικών έργων που έχουν δει το φως της δημοσιότητας και έχουν σχέση με το θέμα του Σακαφλιά.


Στον τρίτο άξονα γίνεται μια προσωπική ποιητική προσέγγιση του συγγραφέα στον θρύλο και σ΄ αυτή την αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Σακαφλιά.
Το βιβλίο έχει 160 σελίδες σε διαστάσεις 17χ24 cm.
Σημειωτέον, ότι το βιβλίο επανεκδόθηκε σε νέα βελτιωμένη έκδοση το 2012.




Χρονογράφημα Ευθ. Λώλη


Χρονογράφημα σχετικό με τον Σακαφλιά, του δημοσιογράφου Ευθύμιου Λώλη, δημοσιευμένο στην εφημερίδα, “Τρικαλινά Νέα” το 1963 και αναδημοσιευμένο στο βιβλίο του, "Εν Τρικάλις" 2003.

"ΌΤΙ ΒΛΕΠΩ ΚΑΙ ΑΚΟΥΩ
Ο θάνατος του Σακαφλιά:
Ο τουρισμός των Τρικάλων
Η λαϊκή μούσα επέτυχε ότι δεν κατόρθωσε η διαμάχη για την μετονομασία της πόλεώς μας - Πως απέτυχα να προβάλω το τουριστικό ενδιαφέρον της γενέτειράς μου: Αγνοούσα τα περί Σακαφλιά…
Ζήτω λοιπόν… ο Σακαφλιάς.

Δεν ξέρω αν μια πόλις πρέπει να αιθάνεται ευτυχής ή δυστυχής, γιατί οι μουσικοσυνθέται μας καταδέχονται να ασχοληθούν με τις ομορφιές της ή με τα στραβά και τα παράξενά της. Τουλάχιστον τα Τρίκαλα, νομίζω ότι πρέπει να αισθάνονται ευτυχή, επειδή ακριβώς οι μουσικοσυνθέται μας έκαναν τιμή όχι να ασχοληθούν και να τραγουδήσουν τις ομορφιές που οπωσδήποτε έχουμε, αλλά για να μας υπενθυμίσουν το κακό ίσως παρελθόν μας: Τον περιβόητο πια Σακαφλιά…
Δεν είχα σκοπό να ασχοληθώ σήμερα με αυτόν τον Σακαφλιά. Γιατί ομολογώ πως ελάχιστα ενδιαφέρθηκα και ελάχιστα έμαθα για την "προσωπικότητά" του, παρ΄ όλον ότι κατά σύμπτωση κάθομαι στα στενά που λέγεται πως δολοφονήθηκε αυτός ο Σακαφλιάς.
Τυχαία όμως από το ραδιόφωνο άκουσα χθες ένα καινούργιο λαϊκό τραγούδάκι, με πολύ "πενιά", - που μυρίζει Τσιτσάνικη έμπνευση- και λέει αυτά περίπου:
"Στο Βόλο, Λάρισα, Καρδίτσα, θέλω να τα πιώ μια βραδιά και να καταλήξω σούρα στα στενά του Σακαφλιά"…
Αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που η λαϊκή μούσα ασχολείται… εμβριθώς μ΄ αυτόν τον Σακαφλιά που, όπως λέγεται, ήταν ο μάγκας και ο νταής στα παλιά Τρίκαλα, το αγαπημένο πρόσωπο και ο ήρωας των γλεντζέδων προγόνων μας που για τα κατορθώματά του συνελήφθη , φυλακίστηκε, δραπέτευσε όμως και τελικά σκοτώθηκε…Θα ΄χετε ασφαλώς ακούσει την άλλη λαϊκή σύνθεση - γιατί έχει καταντήσει λαϊκός ύμνος - που λέει "στα Τρίκαλα, στα δυο στενά σκοτώσανε τον Σακαφλιά, τον Σακαφλιά σκοτώσανε, δυο μαχαιριές τον δώσανε, δυο μαχαιριές τον δώσανε και κάτω τον ξαπλώσανε"…
Καλά όλα αυτά. Δεν φανταζόμουν όμως ποτέ ότι αυτός ο Σακαφλιάς θα γινόταν το τουριστικό ενδιαφέρον για την πόλη μας. Υπηρετούσα σαν στρατιώτης στη Πάτρα και όπως συμβαίνει συνήθως σε όλες τις περιπτώσεις καινούργιων γνωριμιών, ο ένας ενδιαφέρεται για τον τόπο καταγωγής του άλλου…
-Από πού είσαι συνάδελφε; με ρωτούσαν.
-Από τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. (Υπάρχουν Τρίκαλα και στην Πελοπόννησο και στη Μακεδονία).
-Από τα Τρίκαλα;
-Ναι από τα Τρίκαλα, γιατί;
-Και που κάθεσαι στα Τρίκαλα;
-Στα στενά, κοντά στο Φρούριο…
-Στα στενά, είπες; Εκεί που σκότωσαν το Σακαφλιά…
-Έχω ακούσει κι εγώ πως σκότωσαν κάποιον Σακαφλιά εκεί, αλλά δεν ξέρω τίποτε περισσότερο…
Χωρίς υπερβολή οι οχτώ από τους δέκα συναδέλφους μου που ενδιαφέρονταν να μάθουν την ιδιαιτέρα μου πατρίδα, ζητούσαν περισσότερες πληροφορίες για τον Σακαφλιά. Και ομολογώ κάθε φορά βρισκόμουν σε δύσκολη θέση.


Θα μπορούσα να τους πω για την άγρια ομορφιά των ιερών μονών των Μετεώρων με την ελπίδα ότι κάποτε θα είχαν την ευκαιρία να τα επισκεφθούν. Είμουν οπλισμένος με τα ομορφότερα λόγια για την ρομαντικότητα του Ληθαίου. Ακόμα μπορούσα να κάνω θαυμάσια προπαγάνδα για το ωρολόγι μας, το πευκόφυτο του προφήτου Ηλιού και για το υπό αποκάλυψι τελούν - δεν ξέρω πόσα χρόνια θα τελή ακόμα υπό αποκάλυψιν - Ασκληπιείον της αρχαίας Τρίκκης.
Για τον Σακαφλιά όμως που επίμονα ζητούσαν πληροφορίες όλοι όσοι ξέρουν τα Τρίκαλα στο χάρτη, δεν ήξερα απολύτως τίποτε και οφείλω να ομολογήσω πως αισθάνομαι ντροπή γιατί μου δόθηκε η ευκαιρία να προβάλω… το τουριστικό ενδιαφέρον της γενέτειράς μου και δεν το κατώρθωσα, χάρις εις την άγνοιά μου για… κοσμοϊστορικά γεγονότα.
Ο Σακαφλιάς λοιπόν… Να που εμείς οι Τρικαλινοί δεν ξέρουμε να εκτιμήσουμε την σημασία των ιστορικών γεγονότων… Καθόμαστε και τσακωνόμαστε χρόνια ολόκληρα τώρα αν θα πρέπει να μετονομαστεί η πόλις μας σε Τρίκκη, με αντικειμενικό σκοπό να προβάλλουμε το αρχαιολογικό της ενδιαφέρον - που επί του παρόντος δεν έχει. Ο συμπολίτης μας συνθέτης Τσιτσάνης όμως - αν σ΄ αυτόν οφείλονται οι συνθέσεις περί Σακαφλιά - αθόρυβα προσέφερε πολλά περισσότερα στον τομέα της προβολής του τουριστικού ενδιαφέροντος του τόπου μας, γιατί ενώ κανείς έξω από τα Τρίκαλα δεν γνωρίζει και δεν ρωτά για την Τρίκκη και τον Ασκληπιό της , όλοι ξέρουν και έχουν περιέργεια να δουν τα δυο στενά των Τρικάλων όπου σκότωσαν τον Σακαφλιά.
Ζήτω λοιπόν ο Σακαφλιάς που έκανε γνωστά τα Τρίκαλα…




ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ Βασ. Πάνου



Στο σατιρικό περιοδικό "ΑΓΑΠΩ ΤΗΝ ΠΟΛΙΝ" στο τεύχος 3,  του Ιουλίου, του 2004, στις σελίδες 12-13 δημοσιεύτηκε ένα σατιρικό πολιτικό χρονογράφημα με τίτλο "Το μεγάλο Τρικαλινό προτεκτοράτο".
Ο χρονογράφος καυτηριάζει την κοινονικοπολιτική κατάσταση των Τρικάλων με ύφος ρεμπέτικων διαλόγων, δανειζόμενος την επωνυμία και τον θρύλο του Σακαφλιά.




"Το μεγάλο Τρικαλινό προτεκτοράτο".

-Πιάσαμε πάτο πάλι Νώντα μου. Πιάσαμε πάτο.
-Οι τελευταίοι της χώρας;
-Το τελευταίο προτεκτοράτο της χώρας Σταυράκι. Όλες οι λοβιτούρες εδώ μαζεύτηκαν. Πρώτοι στην ανεργία, πρώτοι στη διαφθορά πρώτη σε όλα.
-Γιατί στράβωσε τόσο ρε Νώντα;
-Εύκολο είναι. Άμα είσαι αγράμματος της σήμερον ημέρα δεν μπας μπροστά δεν το ξέρεις
-Αγράμματοι είμαστε;
-Αγράμματοι και θεόστραβοι που να αντέξουμε εμείς στον ελεύθερο ανταγωνισμό.
-Δεν αντέχουμε;
-Και βέβαια δεν αντέχουμε; Εμείς περνάμε καλά μόνο με τις δικτατορίες.
-Τι λες ρε Νώντα;
-Ναι ρε Σταυράκι με τους δικτάτορες τα περνάμε καλά τότε τα κονομάμε γιατί το μόνο που ξέρουμε είναι να ξεσκονίζουμε και να γλείφουμε ποδιές.
-Εμείς οι Σακαφλιάδες ρε Νώντα, μη μου το λες και σπαράζεις την καρδιά μου.
-Με δικτάτορες πιάνουμε πάντα την πρώτη θέση. Δεν αντέχουμε την πολλή Δημοκρατία. Η ελευθερία μας πάει στον πάτο.
-Μη μου το λες γιατί θα κόψω τις φλέβες μου ρε Νώντα. Εμείς τα ντερβίσικα τρικαλινά παιδιά ξεπέσαμε έτσι;
-Και ακόμα δεν είδες τίποτα Σταυράκι. Το προτεκτοράτο δεν θα αφήσει τίποτα όρθιο. Δεν βλέπεις όλα τα καλά παιδιά φεύγουν. Πρώτοι είμαστε στη μετανάστευση.
-Όχι μη μου το κάνεις αυτό Νώντα, με σφάζεις σιγά - σιγά με το βαμβάκι.
-Γεράσανε όλοι ρε Σταυράκι δεν το βλέπεις. Αυτή η δήθεν γενιά της μεταπολίτευσης στα Τρίκαλα, σκάρτη από πρώτο χέρι. Όλοι κάνουν κολοτούμπες. Ποιος από αυτούς θα φέρει τούμπα τα πράγματα.
-Ωχ με σπαράζεις την καρδιά.
-Αγράμματοι άνθρωποι είναι τι να σου κάνουν ρε Σταυράκι. Όλοι περιφέρονται σαν τους τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας. Οι περισσότεροι ξεκοκαλίζουνε τα πακέτα, το δημόσιο και το δημοτικό κορβανά.
-Όχι με σφάζεις.
-Προτεκτοράτο Σταυράκι. Ο παράδεισος των παρανόμων και των λαθραίων. Κάθε χρόνο κι ένα σκάνδαλο, οι περισσότεροι βουτηγμένοι μες στη διαφθορά.
-Τα δυο στενά προτεκτοράτο ρε Νώντα;
-Ποια δυο στενά; Ακόμη εκεί είσαι;
-Δηλαδής;
-Σαράντα δυο έγιναν τα στενά ρε Σταυράκι.
-Μεγάλωσαν τόσο;
-Όλα στενά είναι. Δρόμοι πεζοδρόμια, πλατείες τα πάντα, όλα έγιναν στενά. Πες μου μπορείς να κυκλοφορήσεις πουθενά ελεύθερος;
-Στο νεκροταφείο μόνο.
-Και εκεί στενά ρε Σταυράκι βεν βλέπεις δεν έχουν που να θάψουν τους ανθρώπους και περιμένουν πότε θα ξεθάψουν τους άλλους;
-Πως θα κυκλοφοράμε ρε Νώντα;
-Στα κλέφτικα.
-Δηλαδής;
-Όπως ο Δήμαρχος σουλατσάρει στα κλέφτικα με το υπηρεσιακό αυτοκίνητό του, τρακάρει και στο δρόμο. Ο άλλος δήμαρχος στα κλέφτικα πάει στο εργοστάσιό του με το αυτοκίνητο του Δήμου, βάλε τώρα και τα κλέφτικα τα κινητά με τα τηλέφωνα, τους λογαριασμούς και όλα τα ακίνητα που υπάρχουν πάνω στα γραφεία και μέτρα κλέφτικα.
-Μου χάλασες τη μέρα ρε Νώντα μου τα χάλασες όλα;
-Δεν υπάρχει τίποτα την σήμερον ημέρα. Οι δρόμοι, καταργήθηκαν, οι πεζόδρομοι το ίδιο, τα πεζοδρόμια πάνε, μόνο χαβαλές υπάρχει για να μην σκέφτονται οι Ινδιάνοι.
Ποιοι Ινδιάνοι ρε Νώντα;
Οι Ινδιάνοι στο προτεκτοράτο ο καθένας είναι ελεύθερος να κτίζει όπως θέλει και όπου μπορεί, Είδες πουθενά πολεοδομία. Αφήνεις το αυτοκίνητο όπου θέλεις και όπου μπορείς. Καταλαμβάνεις το πεζοδρόμιο όπως θέλεις και όπως μπορείς. Το μεγάλο Τρικαλινό προτεκτοράτο, ο παράδεισος της αυθαιρεσίας.
-Όχι μη μου το κάνεις αυτό.
-Στο προτεκτοράτο της Ζιμπάμπουε η πολεοδομία η αστυνομία, η Δημαρχία κυνηγά μόνο του φτωχού το σπίτι να του το πάρει κι αυτό.
-Θα κόψω τις φλέβες μου.
-Δεν βλέπεις που βγήκανε πάλι οι ληστές στα βουνά;
-Σώπα ρε Νώντα
-Όταν η εξουσία γίνεται αρπακτικό πουλί. Η ληστοκρατία ανθίζει στην Ελλάδα. Το προτεκτοράτο το πιο μεγάλο φταίει.
-Πάλι το προτεκτοράτο;
-Ο Παλαιοκώστας τι είναι;
-Ο Παλαιοκώστας ο ληστής που βγήκε στα βουνά;
-Πολλοί σοβαροί άνθρωποι λένε πως είναι ο Ρομπέν των δασών. Αυτός θα μας σώσει;
-Τώρα με φέρνεις λίγο στα ίσια μου.
-Ο Παλαιοκώστας πάνω από τα βουνά, λένε πως χτυπάει το προτεκτοράτο;
-Ξαναζεί ο Σακαφλιάς, Ξαναζεί πες το μου.
-Στάσου μην παίρνεις φόρα. Σήμερα για να είσαι ελεύθερος στο προτεκτοράτο ή θα είσαι "ληστής" και θα πάρεις τα βουνά ή ληστής γραβατομένος και θα ζεις μέσα στις πόλεις.
-Σοσιαλιστής μπορεί να είσαι;
-Ανώτερος ακόμα. Τότε τα παίρνεις απ΄ όλους.
-Με έκανες κομμάτια Νώντα. Ένα διπλό ακόμα. Με πλήγωσες πάλι εκεί που πονάω.
Βασίλης Πάνος




ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑ του Γεωργίου Ιωάννου

Στο βιβλίο "ΤΡΙΚΑΛΙΝΑ" 1ος τόμος, 1981, του Ετήσιου Φιλολογικού Ιστορικού Λαογραφικού, Συνδέσμου (ΦΙΛΟΣ) Τρικάλων, ο Φιλόλογος Γεώργιος Ιωάννου, δημοσίευσε ένα πεζογράφημα με τίτλο "Στα Τρίκαλα στα δυο στενά".
Ο συγγραφέας, ανακαλεί μνήμες και βιώματα από τους ανθρώπους και την πόλη των Τρικάλων και μιλάει για τα τέσσερα πρόσωπα που κυριαρχούσαν τότε στα Τρίκαλα, αλλά συνάμα δονούσαν και το πανελλήνιο. Τον Σαράφη, τον Βελουχιώτη, τον Τσιτσάνη και τον Σακαφλιά.

Στα Τρίκαλα στα δυο στενά…
 τ
ου Γιώργου Ιωάννου


Αν με ρωτήσεις τι πρωτοθυμάμαι από τα Τρίκαλα του 1956, τότε που ήρθα ως καθηγητής, θα σου πω ότι θυμάμαι κνίσα πολλή, ακόμα και δια γυμνού οφθαλμού ορατή στους δρόμους, βελέντζες ωραιότατες, ιδίως εκείνες οι κρεμεζιές, απλωμένες στα λιακωτά και στα ξέφωτα, εστιατόρια με δεκάδες φαγητά και μερίδες τεράστιες, ένα παζάρι δευτεριάτικο από τα πιο γραφικά, το γραφικότερο μάλλον της χώρας, παπάδες και χωροφύλακες άφθονους, θαυμάσια καφενεία, ένα διανυκτερεύον μάλιστα που το κατάστρεψαν, τη βόλτα της Κυριακής στη δυσανάλογα φαρδιά οδό Ασκληπιού κι ακόμα εκείνο το ποτάμι με τις τρεις γέφυρες, από τις οποίες η μεσαία έχει μια χάρη που δεν περιπίπτει μέσα σου σε λήθη, όσο νερό κι αν κυλήσει κάτω από τον Ληθαίο της.
Φθινόπωρο, Σεπτέμβρης μήνας, και υπήρχε ακόμη βλάστηση ζωηρή κι αυτό έδινε μια σκούρα όψη στην πόλη, που καθώς συχνά τυλιγόταν με μιαν ελαφριά καταχνιά μ' έκανε να θαρρώ πως βλέπω σπίτια και δρόμους της ιδιαίτερης πατρίδας μου, της Σαλονίκης. Ήμουν ένας άβγαλτος ως τότε εγώ, ένας άμαθος από ξένους τόπους και ανθρώπους, ξένος όχι μονάχα προς τη Θεσσαλία και τα Τρίκαλα, αλλά και προς κάθε άλλη πόλη και περιοχή της χώρας, εκτός από τη Θεσσαλονίκη και την πρωτεύουσα. Και, φυσικά, αγνοούσα όλες εκείνες τις ιδιαίτερες καταστάσεις που προκύπτουν από τη θέση μιας πόλης μέσα σε μια πλούσια γεωργική περιοχή, που μέχρι χθες ήταν τσιφλίκι των ολίγων, από τη σύνθεση ενός πληθυσμού, που κι αν ακόμα δεν κρατάει πάππου προσπάππου από την πόλη, πάντως προέρχεται από τη γύρω περιοχή, από μια κοινωνία που σαφώς διαιρείται ακόμα σε τάξεις, έστω κι αν αυτές τυπικά θεωρούνται ανύπαρκτες, τέλος από μια περιοχή που από τον πόλεμο κι εδώθε είχε αναστατωθεί άγρια, είχε καταματωθεί και γνωρίσει όσο λίγες το φριχτό πρόσωπο του καταχτητή αλλά και του εμφύλιου σπαραγμού, όπως και της μετέπειτα αβάσταχτης τρομοκρατίας.
Αυτά όλα τα μισοήξερα, τα διάβαζα στις εφημερίδες, μα άλλο είναι να βλέπεις και να ψηλαφείς τις ουλές και τις παλικαριές και άλλο να τις φαντάζεσαι από μακριά και να τις υποθέτεις.
Θέλω να πω ότι διέθετα αυξημένες κάπως προϋποθέσεις για να εγχαραχτεί γρήγορα εντός μου η ασυνήθιστη για μένα εικόνα του τόπου και μάλλον λιγοστές για να κατανοήσω την ψυχολογία και την συμπεριφορά των κατοίκων.  Θαρρώ πως η παραμονή μου για δυο συνεχή χρόνια στα Τρίκαλα και η σύνδεσή μου με διάφορα πρόσωπα της κοινωνίας τους, όχι ευτυχώς προύχοντες ούτε μονάχα εκπαιδευτικούς, με βοήθησε ώστε να καταλάβω αρκετά και να συμπαθήσω ζωηρά τη Θεσσαλική αυτή πολιτεία και τους ανθρώπους της. Τώρα, όταν μιλώ ή γράφω για την επαρχιακή ζωή μας σε κείνη την εμπειρία στηρίζομαι ιδιαίτερα, καθώς τη θεωρώ έγκυρο δείγμα παρμένο από τον κορμό της Ελλάδας.
Ήμουν ένας φτωχός κυνηγημένος φιλόλογος, όταν το 1956 κούρνιασα για δυο χρόνια στο ιδιωτικό σχολείο του Μαθηματικού Πέτρου Γεωργούλα, που είχε την προσωνυμία «Πυθαγόρειο Λύκειο». Τον Πέτρο καθόλου δεν τον ήξερα προηγουμένως, αλλά είχα συμφωνήσει εκ του μακρόθεν μαζί του κάτω από την πίεση της αναδουλειάς και της ανάγκης. Γιατί αλλιώς δεν είχα καμιά δουλειά στα παράμερα για μας Τρίκαλα, εγώ ένας υπερφίαλος νεαρός που είχα χρηματίσει κιόλας  μαύρο χρημάτισμα!  βοηθός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο. Με τον Πέτρο τα πήγαινε πολύ καλά στο σχολείο. Εκτίμησε τη δουλειά μου, αναγνώρισα κι εγώ την τιμιότητά του και τη μπέσα του.
Ήταν  τι ήταν; - είναι έξυπνος άνθρωπος, καλός στην επιστήμη του, σκληρός στη δουλειά του και αρκετά οξύθυμος, μπορώ να πω. Είχε αφανή συνέταιρο τον παπά  Βενδίστα, γι' αυτό και πολλά, πάρα πολλά, παπαδοπαίδια φοιτούσαν στο σχολείο μας. Όταν είχαμε εγγραφές μαυρολογούσε το γραφείο και ο διάδρομος. Εντούτοις τα περισσότερα παιδιά ήταν εξαιρετικά ζωηρά, γι' αυτό και τα επεισόδια μέσα στις τάξεις δεν ήταν σπάνια. Κοιτάζοντας τα διοριστήρια έγγραφά μου βλέπω ότι ήμουν για 29 ώρες την εβδομάδα , πράγμα που σημαίνει 5 πεντάωρα και 1 τετράωρο διδασκαλίας. Το πρόγραμμα αυτό δεν είναι καθόλου ελαφρύ, όταν είναι σκληρά τα παιδιά. Κουραζόμουν πάρα πολύ αλλά έκαμνα τα μαθήματά μου συνήθως χωρίς παρατράγουδα. Άλλο ιδιωτικό σχολείο της εποχής και σε κάποιο ανταγωνισμό με το δικό μας ήταν το Λύκειο του Τσιλιμίγκα  εξαιρετικό ιδιωτικό  όπου εργάζονταν ως καθηγητές και δύο συμφοιτητές μου, ο Αρχοντής Μόσιαλος και ο Κώστας Τοπούζης.
Μια μέρα στη μεγάλη τάξη, καθώς για κάτι τους μάλωνα, μου λέει ένας μαθητής, Όντριας ονόματι: «Εμάς κύριε καθηγητά, μη μας παρακολλάτε, γιατί είμαστε παιδιά του Σακαφλιά». Περιττό να πω ότι δεν έδωσα καμιά συνέχεια, ευχαριστήθηκα μάλλον για τη ζωντάνια της ρήσεως. Ήταν αλήθεια, αλλά όχι ολόκληρη. Τέσσερα πρόσωπα κυριαρχούσαν τότε, ζούσαν μπορώ να πω, στα Τρίκαλα, αλλά συνάμα δονούσαν και το πανελλήνιο. Ο Σαράφης, ο Βελουχιώτης, ο Τσιτσάνης και ο Σακαφλιάς.
Από αυτούς ο ένας μόνο ζει τώρα, ο Βασίλης Τσιτσάνης. Τότε ζούσαν οι δύο, Σαράφης και Τσιτσάνης. Όταν σκοτώθηκε ο Σαράφης ήμουν στα Τρίκαλα και μπορώ να βεβαιώσω ότι επιφανειακά τουλάχιστο ούτε φύλλο δεν σάλεψε. Έκαναν όλοι πως δεν πολυπρόσεξαν την είδηση και φυσικά ούτε σκέψη για να πούνε πως αυτός ο σκοτωμός δεν πολυέμοιαζε με δυστύχημα. Το μεσημέρι στο εστιατόριο του Μηλίτση ούτε από μακριά δεν έγινε λόγος για κάτι τέτοιο, μολονότι θα πρέπει να κυριαρχούσε στο μυαλό πολλών η μαύρη υποψία. Αυτή την πεσμένη διάθεση για πολιτική συζήτηση την είχα προσέξει πολλές φορές ως τότε σε πολλούς νέους επαρχιώτες που είχα φίλους στο στρατό ή στο πανεπιστήμιο. Και συχνά την είχα παρεξηγήσει. Τώρα εδώ την έβρισκα σε κάθε βήμα μου και την έβλεπα πλαισιωμένη από τον περίγυρό της, ώστε δεν υπήρχε περίπτωση να την παρεξηγήσω παρά να την εξηγήσω μονάχα. Η ασφάλεια ήταν πανταχού παρούσα και χωρίς χαρτί της δεν μπορούσες να κάνεις ούτε ρούπι. Την ημέρα της κηδείας του Σαράφη βημάτιζαν πάνω κάτω οι μυστικοί στην οδό Ασκληπιού, όπου και το κτίριο της υπηρεσίας τους. Ο κόσμος όμως ήταν σταθερός στις πεποιθήσεις του κι όταν αργότερα έσπασα την κοινωνική κρούστα και κατάφερα να συζητήσω ανοιχτά, όχι με δημοσίους υπαλλήλους βέβαια, που είχαν αποχτήσει πια οι περισσότεροί τους ψυχολογία ποντικιών, διαπίστωσα με βαθιά χαρά πόσο ζωντανή ήταν η μνήμη και πόσο αμετακίνητες οι απόψεις. Στα Τρίκαλα πρωτοείδα και πως γινόντουσαν οι εκλογές στην ελληνική επαρχία. Και δεν ήταν ακόμα η χρονιά της μεγάλης βίας και νοθείας, αλλά τρία χρόνια πρωτύτερα. Θα μιλούσαν οι εκπρόσωποι της ΕΔΑ σε έναν κινηματογράφο, γιατί πλατεία, δεν ξέρω με ποιους δικολαβισμούς, δεν τους έδιναν. Από το μεσημέρι η πόλη είχε γεμίσει από χωροφύλακες κατεβασμένους προφανώς από τα γύρω χωριά. Το απόγευμα πριν από την έναρξη των ομιλιών μπορούσε κανείς να ιδεί στην οδό Ασκληπιού το εξής θέαμα: Τρεις αλλεπάλληλες σειρές χωροφυλάκων σε απόσταση ανάμεσά τους απλωμένες σε όλο το πλάτος της οδού και με μέτωπο προς το σταθμό. Πιθανώς να υπήρχαν γραμμές τέτοιες και σε άλλα περάσματα. Οι χωροφύλακες αυτοί δεν ήταν και τόσο πυκνά συντεταγμένοι ώστε να μη χωράς να περάσεις ούτε και έλεγαν τίποτα στους διερχομένους, απλώς έπρεπε να περάσεις ανάμεσά τους, να τους παραμερίσεις, να τους ακουμπήσεις λιγάκι, και να περάσεις. Και αυτό το πέρασμα και το ακούμπησμα σε μια εποχή πιστοποιητικών, αποκηρύξεων, δηλώσεων, ακόμα και εξοριών δεν ήταν εύκολο στον καθένα. Τολμούσαν μόνο εκείνοι που είχαν καμένη τη γούνα τους και δεν τους ένοιαζε. Εμείς, μια και ήταν αδύνατο να πάμε στη συγκέντρωση, πήγαμε από άλλους δρόμους και άλλη γέφυρα σ' ένα σινεμά, το λαϊκότερο που υπήρχε, όπου όμως παιζόταν η ταινία του Αϊζενστάϊν «Πρίγκηψ Νιεφσκι», που τότε είχε πρωτοβγεί στη γύρα. Βέβαια από το φιλμ λίγα καταλάβαμε, μάλλον λίγα είδαμε, γιατί η ταινία ήταν πολύ παλιά και τα μηχανήματα ελεεινά, αλλά κι αυτά τα λίγα για τότε εκεί ήταν μεγάλο πράμα.
Αλλιώς απολαμβάνονται οι μεγάλες ταινίες στις επαρχίες. Είναι θαυμάσιο το αίσθημα όταν φύγεις από το σινεμά. Ιδίως όταν βρέχει πυκνά και ασταμάτητα κι εσύ προχωρείς κάτω από την ομπρέλα στην οδό Ασκληπιού, που είναι τόσο φαρδιά, ώστε αισθάνεσαι πολύ πιο κοντός απ' ότι πραγματικά είσαι, μα αυτό καλώς εχόντων των πραγμάτων, ενώ τώρα που είσαι Πρίγκηψ Νιεφσκι, είσαι ο Ζαπάτα, ο Ιουλιανός Σορέλ και προχωρείς προς το γραφικό σταθμό της ξεχασμένης επαρχιακής πολιτείας, όχι για να φύγεις βέβαια, που να πας άλλωστε και να φύγεις  πριν από τα Τρίκαλα είναι η Καρδίτσα, μετά τα Τρίκαλα η Καλαμπάκα και τα Μετέωρα  αλλά για να στριμωχτείς στο γραφικό σπιτάκι σου στην οδό Ελευθερίας 31 όπου ο τοίχος του δωματίου σου στολίζετε από ένα ράγισμα από πάνω μέχρι κάτω, απ' όπου διακρίνεις, όταν πέφτεις στο κρεβάτι σου, μια χαραμάδα ουρανό, πράγμα όμως που διόλου δεν σε ανησυχεί, γιατί δεν έτυχες εδώ όταν όλα αυτά έγιναν, τα βρήκες έτοιμα και εξάλλου δεν έχεις τα μυαλά στο κεφάλι σου, μα πάντοτε σε κάτι άλλο, κάτι που θέλεις να πεις ή να γράψεις κι έτσι γλυτώνεις αρκετά από την αλήθεια που σου ανήκει και που αλίμονο αν την είχες νοιώσει ολότελα. Και κλείνεσαι εκεί και διαβάζεις ως πολύ αργά τη νύχτα και περνάει το τραίνο, η ανταπόκριση, Παλαιοφάρσαλα  Καλαμπάκα.
Και σε λίγες μέρες, καθώς ολοένα ρωτάς για να μάθεις, τι τράβηξε κι αυτός ο τόπος από τα Σαράντα και μετέπειτα, σου αφηγείται η νοικοκυρά σου και ιστορία για τον καπετάνιο Άρη που σε αφήνει έκθαμβο:
«Να, από δω, από το δρόμο μας μπήκε στα Τρίκαλα ο Άρης με τα παλικάρια του. Μπροστά ο Άρης σ' ένα άσπρο άλογο και πίσω ο Πέτρος μας μαζί με άλλα παλικαρόπουλα καβάλα στα άλογά τους». Και παύοντας η μάνα αρχινάει η κόρη, η Αγγελική, πεθαμένη τώρα εδώ και χρόνια: «Έντεκα φορές ήρθαν οι συμμορίες να πάρουν τον Πέτρο μας. Εγώ τους καθυστερούσα στην πόρτα, ώσπου να πηδήσει το μαντρότοιχο να φύγει στα διπλανά». Και τα λέει όλα αυτά χαμογελώντας. Και η μάνα πιάνει τη συνέχεια: «Κρέμασαν τα κεφάλια στην πλατεία. Μα αυτό που είδαμε δεν ήταν το κεφάλι του Άρη, ο Άρης ήτανε όμορφος. Ψέματα λένε πως τον σκότωσαν, ο Άρης είναι στα βουνά». Και τότε εσύ ο καλαμαράς νιώθεις το βαθύ ανατρίχιασμα. Η γυναίκα αυτή δεν έχει δει το φιλμ «Βίβα Ζαπάτα», είναι ζήτημα μάλιστα αν έχει πάει ποτέ της σινεμά. Και όμως αποδίδει στον Άρη το ίδιο θρυλικό τέλος με εκείνο του Ζαπάτα. Πάντως οι Τρικαλινοί όταν περνούν κάτω από το στύλο, όπου ήταν κρεμασμένα τα κεφάλια του Άρη και του στερνού συντρόφου του, ποτέ δεν σου δείχνουν με το δάχτυλο το στύλο, μα σε καθοδηγούν με χαμηλή φωνή να κοιτάξεις εκεί που πρέπει με τρόπο, όπως ακριβώς κι εμείς δεν τολμούσαμε να δείξουμε τον τόπο όπου δολοφόνησαν τον Λαμπράκη, μα μόνο λέγαμε στον άλλο να προσέξει που πατάει και ακόμα λέγαμε: «Εδώ θα γίνει κάποτε ένα λαμπρό κενοτάφιο».
Και τις ημέρες εκείνες γίνονται εκλογές και φεύγεις για την ιδιαίτερη πατρίδα σου να ψηφίσεις. Και γυρνώντας στήνεσαι και εσύ στο ραδιόφωνο να μάθεις, αν η παράταξη, παρά τις αντιξοότητες, μπήκε στη δεύτερη κατανομή. Και όταν μετά δυο  τρεις μέρες επιτέλους το ανακοινώνουν, υψώνεται μέσα στο ήσυχο ομιχλιασμένο απόγευμα της έρημης δήθεν γειτονιάς, υψώνεται κάτι σαν πνιγμένη ζητωκραυγή, ένας αλαλαγμός μέσα από τις κάμαρες όπου αφουγκράζονται. Και την άλλη λένε στου Μηλίτση κάτι ελεεινοί τύποι, συνάδελφοί σου δήθεν, που όμως σε επιτηρούν: Τι περιμένεις αφού όλα τα κουκουέδια τρέξανε να ψηφίσουν». Κι εσύ σκύβεις το κεφάλι στο πιάτο σου, καιρός να συμμαζέψεις το βλέμμα σου, που έγινε αρκετά εύγλωττο όλον αυτό τον καιρό. Και φυσικά δεν αλλάζει για κανένα σας τίποτε κι εσύ δίνεσαι στο προσφιλές σου θέμα της ανατομικής και ψυχολογικής μελέτης των ομοίων σου. Και ξέρεις βέβαια ότι σε κουτσομπολεύουν όλοι αυτοί οι αφόρητοι, που δεν μπορούν να αλλάξουν ούτε την καρέκλα τους στην πλατεία και που λυσσάνε γιατί εσύ μπορείς να τους αγνοείς και να είσαι μόνος. Και αρχίζεις να ψάχνεις για να λύσεις το μυστήριο πως και γιατί τα Τρίκαλα έχουνε γίνει μία από τις λίγες κοιτίδες του ρεμπέτικου  δεν είναι μονάχα ο Βασίλης Τσιτσάνης από τα Τρίκαλα  είναι και ο Απόστολος Καλδάρας, σπουδαίος εκφραστής κι αυτός των παθών του νεοελληνισμού σε ήχο ρεμπέτικο. Και πηγαίνεις αποδώ και πηγαίνεις αποκεί και περπατάς όσο μπορείς στα σκοτάδια και πηγαίνεις με την παρέα σου, τη Βούλα τη Βενετία και τον Μιχάλη, σε κέντρα και απόκεντρα αλλά δεν καταφέρνεις να εισχωρήσεις. Πρέπει να είναι πολύ υπόγεια εδώ η αληθινή ζωή. Και πράγματι μερικές φορές που ξεμένεις αργά τη νύχτα παρατηρείς να περνούν ξυστά, στα πεζοδρόμια ορισμένοι τύποι αλλιώτικοι που δεν τους είχες δει να γυρίζουν τη μέρα και που τώρα τραβούν για την ερημωμένη πλατεία, όπου μέσα σε μια θάλασσα από καρέκλες τους καρτερούν καθισμένοι στα σκοτάδια οι νεαροί φίλοι τους . Και ύστερα ανεβαίνοντας σε ποδήλατα πιασμένοι από πλάτες του φίλου, τραβούν για έξω παίρνοντας το γραφικό δρόμο προς την Άγια Μονή. Δεν νομίζεις βέβαια, ότι αυτή η υπόγεια και τόσο περιθωριακή ζωή έχει να κάνει με το ρεμπέτικο. Εκείνο όμως που μπορεί να νομίζεις είναι ότι υπάρχει εδώ ένας ιδιαίτερος ανθρώπινος τύπος, όχι βαριά ταλαιπωρημένος, ούτε ιδιαίτερα νηστικός, παλιός δουλοπάροικος βέβαια, αλλά χορτάτος δουλοπάροικος, μια και η γης έδινε άφθονα προϊόντα και καλοέτρεφε τα ζωντανά, από τα οποία κάτι απόμνησκε και για τους δουλευτάδες. Δεν είναι εδώ ο ξενηστικωμένος αιγιοπελαγίτης, ούτε ο απληροφόρητος και απαθής Μακεδόνας χωρικός, αλλά ο χορτάτος Θεσσαλός και τόσο χορτάτος όσο φτάνει για να δει λιγάκι και γύρω του, να διεκδικήσει κάποιο μερίδιο από τα κοινά αισθήματα, να συνειδητοποιήσει το κύλισμα της ζωής τόσο απόμακρα από κάθε όνειρο. Ο άνθρωπος που έχει μεράκια, μελαγχολίες και δυονυσιακά πότε, πότε ξεσπάσματα. Δεν ξέρω πως ήτανε ο Σακαφλιάς, αλλά ο Τρικαλινός αντρικός τύπος έρχεται συνήθως βαρύς αρρενωπός, όχι λυγερός βαρύς, κορμί γεροδεμένο τετράγωνο, προς το παλαιστικό περισσότερο παρά προς το κομψό και το μεσάτο, πρόσωπο πολύ κανονικό και ανθηρό, με μάλλον μικρά μάτια που εξερευνούν πονηρά και φιλήδονα. Αρκετά συχνά η εμφάνιση και η συμπεριφορά του νεαρού Τρικαλινού είναι τόσο βαριά αντρική, ώστε θαρρείς και βλέπεις τα παλικάρια που περιγράφονται μέσα στα τραγούδια του Τσιτσάνη και του Καλδάρα. Δεν είναι η ανατολίτικη ράθυμη ομορφιά, με τη χαοτική συμπεριφορά της, που τόσο έχει κυριαρχήσει στη συνοικιακή Θεσσαλονίκη και Αθήνα, αλλά είναι η θεληματική σκληρή φυσιογνωμία και κορμοστασιά, που δεν έχει όμως το νου της τόσο προς τα εμπόρια και την αρπακτικότητα ούτε προς την επιβολή και το δυναμισμό, αλλά μάλλον προς τον ερωτισμό, τις γλύκες και τους καημούς του έρωτα και της κραιπάλης.
Αλλά και οι γυναίκες των ρεμπέτικων, στους δύο τουλάχιστο αυτούς μαέστρους, Τρικαλινές φιγούρες είναι: Δυναμικές και αφοσιωμένες μέχρι θανάτου στους έρωτές των, συζυγικούς ή μητρικούς. Είναι οι περίφημες «αρχόντισσες», οι «μάγισσες», οι «τρελές», οι «ξεμυαλισμένες», αλλά και οι «δόλιες μάνες», των παλικαριών.
Τα μέρη που έχουν πολλή βροχή, κάνουν πιο εσωτερικούς τους ανθρώπους. Και οι άνθρωποι που έχουν πολλή απαντοχή νιώθονται, νιώθουν και θυμούνται πάντοτε με συγκίνηση. Κι ας έχουν περάσει από τότε είκοσι δύο, είκοσι τρία ή είκοσι τέσσερα χρόνια.





Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΑΚΑΦΛΙΑ
του Δημήτρη Τσιγάρα

Παρακάτω παραθέτω έναν διάλογο, μεταξύ του Ιησού Χρηστού και του Σακαφλιά πάνω σε υπαρξιακές και θεολογικές αναζητήσεις:

"Ο διάλογος του Ιησού και του Σακαφλιά"


Σακαφλιάς: Κύριε, πάντα ήθελα να Σε συναντήσω, έχω τόσα πολλά να σε ρωτήσω και είναι τόσες πολλές οι απορίες που πρέπει να μου λύσεις!!!
Ιησούς: Σε ακούω Σακαφλιά.
Σακαφλιάς: Τι είδους θεϊκό σχέδιο είναι αυτό που ζούμε, Κύριε; Γιατί ο θεός επιτρέπει τις αντίπαλες δυνάμεις του σύμπαντος να πετυχαίνουν το στόχο τους;
Ιησούς: Από πού το συμπεραίνεις αυτό Σακαφλιά;
Σακαφλιάς: Να, Κύριε, εκτός από τα τόσα δεινά που υπάρχουν πάνω στη γη, η πιο μεγάλη απόδειξη είναι το γεγονός, ότι επέτρεψε στους ανθρώπους να σταυρώσουν τον ίδιο τον γιό του.
Ιησούς: Σε όλους δίνεται η ελευθερία, μαζί και η ευθύνη να επιλέγουν μόνοι τους το δρόμο που θα ακολουθήσουν.
Σακαφλιάς: Ναι, αλλά η ζωή είναι γεμάτη με παραδείγματα που την πληρώνουν πάντα αυτοί που υπερασπίζουν την ελευθερία και τις ιδέες τους. Σου θυμίζω τον Σωκράτη που ήπιε το κώνειο, εμένα που έφαγα τις μαχαιριές, Εσένα που σε σταυρώσανε...
Ιησούς: Ναι, αλλά καταφέραμε να διατηρήσουμε ελεύθερη τη σκέψη και να υπερασπίσουμε την αλήθεια μας.
Σακαφλιάς: Κύριε, πάντα είχα ελεύθερη σκέψη, όμως τώρα το σύστημα αξιών μου νιώθω να ασφυκτιά μπροστά σε τόση αδικία.
Ιησούς: Ε, και εσύ Σακαφλιά, εδώ που τα λέμε, είχες τις αδυναμίες σου και τα τρωτά σημεία σου, άνθρωπος του υποκόσμου ήσουν.
Σακαφλιάς: Μα Κύριε και οι άνθρωποι του υποκόσμου δημιούργημα του θεού δεν είναι;
Ιησούς: Βεβαίως, αλλά οι πράξεις και οι συμπεριφορές κρίνονται!
Σακαφλιάς: Ναι, αλλά σε σχέση με τον φονιά μου, ποιος από τους δυο ανήκει στις αντίπαλες δυνάμεις του σύμπαντος; Εγώ ή εκείνος;
Ιησούς: Κανένας, και οι δύο είστε ενταγμένοι στο σχέδιο του Θεού.
Σακαφλιάς: Μα είναι αυτό που ζούμε Κύριε, η οπτική ενός κόσμου που δημιουργήθηκε από έναν θεό καλλιτέχνη, από έναν θεό δημιουργό;
Ιησούς: Βεβαίως και είναι, Σακαφλιά. Όπως με βλέπεις και σε βλέπω.
Σακαφλιάς: Και η ευτυχία που βρίσκεται;
Ιησούς: Στο σπίτι της αγάπης κατοικεί η ευτυχία, ανάμεσα στη τύχη και στην ατυχία.
Σακαφλιάς: Δηλαδή, Μέτρον Άριστον;
Ιησούς: Και όχι μόνον.
Σακαφλιάς: Κύριε, μπερδεύτηκα πάλι και ανησυχώ!
Ιησούς: Σακαφλιά, o θεός κατοικεί ανάμεσα από το φως και το σκότος, ανάμεσα από το καλό και το κακό, ανάμεσα από το Α και Ω. Εκεί ψάξε να τον βρεις. Στα άκρα βρίσκεται η ύβρης, η τραγωδία. Χρισημοποίησε το μυαλό και την καρδιά σου και θα τον βρεις.
Σακαφλιάς: Κύριε μη με δοκιμάζετε! Δεν είμαι σοφός. Ένας απλός άνθρωπος του υποκόσμου που τα σκάτωσε ήμουν
Ιησούς: Το είχες σκεφτεί αυτό όσο ζούσες;
Σακαφλιάς: Και ναι και όχι, Κύριε! Ούτε θέλω να το σκέφτομαι. Θέλω να ησυχάσω.
Ιησούς: Ησύχασε! Σακαφλιά, δεν είσαι νεκρός! Ξύπνα! Όνειρο βλέπεις. Τον εφιάλτη των πράξεών σου. Δεν είσαι εσύ νεκρός, απλά οι άλλοι δεν υπάρχουν.  Πήγαινε εν ειρήνη
Σακαφλιάς: Κύριε, τα λες όλα αυτά εκ του ασφαλούς γιατί εσύ έχεις το προνόμιο της Αναστάσεως ενώ εμείςείμαστε εγκλωβισμένοι ανάμεσα στη γέννηση και στο θάνατο. Ίσως τη Δευτέρα Παρουσία να τα ξαναπούμε



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου